λιόκαμα

λιόκαμα
τό
1) жара, зной; 2) загар; 3) см. λειχήνα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "λιόκαμα" в других словарях:

  • λιόκαμα — το βλ. ηλιόκαμα …   Dictionary of Greek

  • (η)λιόκαμα — το, ατος μαύρισμα του δέρματος ή έγκαυμα που προήλθε από τις ηλιακές ακτίνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάκαμα — (I) το 1. το ξαναζέσταμα τού φούρνου που κρύωσε ώστε να ψηθεί καλά το ψωμί 2. τα κλαδιά ή τα φρύγανα, με τα οποία γίνεται το ξαναζέσταμα τού φούρνου 3. ο καθαρισμός τής κυψέλης με φωτιά 4. θερμή ατμόσφαιρα, ζεστός καιρός, κουφόβραση. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ανεφόκαμα — το νεφόκαμα, καιρός ζεστός και με συννεφιά «του Γιαλινού μεσημερίς που τ ανεφόκαμα πνιχτό φουντώνει» (Γρυπάρης). [ΕΤΥΜΟΛ. < άνεφος «ανέφελος» + κάμα < αρχ. καύμα < καίω (πρβλ. λιόκαμα, συννεφόκαμα κ.λπ.)] …   Dictionary of Greek

  • ηλιόκαμα — και λιόκαμα και ηλιόκαυμα, το 1. η καυστική θερμότητα τού ήλιου 2. το μαύρισμα τού προσώπου ή τού σώματος από την επίδραση τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κα(ύ)μα (< καίω)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»